- ἀμφιπαίω
- ἀμφιπαίω,A spike, transfix,
περὶ σκόλοπας τοὺς ὀπτίλλους IG4.951.92
(Epid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περὶ σκόλοπας τοὺς ὀπτίλλους IG4.951.92
(Epid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.